Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Το ιστορικό του γερμανικού κατοχικού δανείου

Γερμανικό θράσος κατόπιν ημεδαπής, δωσιλογικής, αβελτηρίας !

Δεν υπάρχει πλέον ζήτημα πολεμικών αποζημιώσεων για την Γερμανία, ξεκαθάρισε χθες το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών, όπως γράφουμε σε προηγούμενη ανάρτηση. Παρατίθεται το ακριβές κείμενο (σε μετάφραση από την Γερμανική) της δήλωσης του Υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας προς το “ΑΜΠΕ”:
“Η Γερμανία αναγνωρίζει την ευθύνη της για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και λυπάται βαθύτατα για την οδύνη των θυμάτων. Αυτό ισχύει και για την γερμανική κατοχή της Ελλάδας.

Η Γερμανία κατέβαλε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο πλαίσιο της Συμφωνίας του 1946 για την Διασυμμαχική Υπηρεσία Αποζημιώσεων των Παρισίων, αποζημιώσεις και για την Ελλάδα και στήριξε την χώρα έμπρακτα στην ανοικοδόμησή της.
Εξήντα πέντε χρόνια μετά το τέλος του Πολέμου και έπειτα από δεκαετίες ειρηνικής, γεμάτης εμπιστοσύνης, συνεργασίας της Γερμανίας με την Ελλάδα και στενής σχέσης μας στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., το ερώτημα των αποζημιώσεων από την σκοπιά της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης δεν αποτελεί πλέον θέμα”.

Καταπέλτης ήταν στο μεταξύ η απάντηση του ιστορικού στελέχους της Αριστεράς Μανώλη Γλέζου:
«Η απάντηση του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας, σε δημοσιογραφική ερώτηση για τις οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα, είναι ανιστόρητη, ψευδής και εξοργιστική.
Ανιστόρητη, διότι αγνοεί την απόφαση της 19μελούς Διασυμμαχικής Επιτροπής των Παρισίων του 1946, η οποία καταλόγισε στη Γερμανία ότι οφείλει να καταβάλει στην Ελλάδα 7,1 δισ. δολάρια, αγοραστικής αξίας 1938, δηλαδή 108 δισ. ευρώ χωρίς τους τόκους. Αγνοεί επίσης το αναγκαστικό δάνειο ύψους 3,5 δισ. δολάρια, αγοραστικής αξίας 1938, δηλαδή 54 δισ. ευρώ.
Ψευδής, διότι δεν έχει καταβάλει, έναντι αυτών των οφειλών ούτε ένα μάρκο ούτε μια δραχμή ούτε ένα ευρώ στην Ελλάδα, ενώ έχει εξοφλήσει όλες ανεξαιρέτως τις χώρες με τις οποίες βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση.
Εξοργιστική, διότι αποφασίζει από μόνη της ότι “δεν αποτελεί πλέον θέμα” η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας από τα γερμανικά στρατεύματα και ο θάνατος των Ελλήνων για την επιβίωση του γερμανικού λαού. Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται».

Χρέος της νέας κυβέρνησης
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Γερμανία έχει καταβάλει πολύ σημαντικά χρηματικά ποσά σε χώρες από τις οποίες έχει δεχθεί ισχυρές πιέσεις. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, ωστόσο, παρά τις συστηματικές προσπάθειες ιδιωτών τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ουδέποτε διεκδίκησαν ουσιαστικά τις «πολεμικές αποζημιώσεις» και το «κατοχικό δάνειο». Αρχικά, αμέσως μετά τον πόλεμο, εξαιτίας των αμερικανικών πιέσεων, που δεν ήθελαν να αιμορραγήσει περαιτέρω οικονομικά το Βερολίνο, και στη συνέχεια στο βωμό της «ενότητας» εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τώρα όμως, εξαιτίας της αρνητικής στάσης της Γερμανίας στην οικονομική κρίση, αυτό το -ούτως ή άλλως- μέγα θέμα αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι στα τελευταία 67 χρόνια από τη λήξη της Κατοχής.
Τώρα που η χώρα μας διέρχεται τη σοβαρότερη μεταπολεμική κρίση στην ιστορία της, οφείλει να αντιμετωπίσει το θέμα με ατσάλινη αποφασιστικότητα και στάση.

Χρέος της κυβέρνησης, και κυρίως της νέας κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές, είναι η αταλάντευτη προσήλωση στη δικαίωση της ελληνικής απαίτησης, και όχι αίτησης όπως κάποιοι Ευρωπαίοι «φίλοι» μας αρέσκονται να τη χαρακτηρίζουν. Η χώρα μας διαθέτει το νομικό οπλοστάσιο που της χρειάζεται για να επιτεθεί και έπρεπε να το είχε κάνει ήδη από χθες.
Ωστόσο, η σοβαρή διεκδίκηση των πολεμικών επανορθώσεων και του γερμανικού κατοχικού δανείου δεν αντέχει τις δηλώσεις ντροπής των προηγούμενων ημερών, που ακούστηκαν εντός του ελληνικού Κοινοβουλίου, σύμφωνα με τις οποίες ο υπουργός Οικονομικών δεν έχει πρόσβαση στο συγκεκριμένο αρχείο του Γενικού Λογιστηρίου!

Η Ευρώπη δεινοπάθησε από το γερμανικό ζυγό, η χώρα μας ακόμα περισσότερο. Αν το δούμε αντίστροφα, η Γερμανία οφείλει πολλά στην Ευρώπη, οφείλει όμως περισσότερα στην Ελλάδα και στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας. Και οι οφειλές της δεν είναι μόνο οικονομικές, παρότι το ποσό των 150 δισεκατομμυρίων ευρώ που δικαιούμαστε θα ανακούφιζε σαφώς το δυσβάσταχτο ελληνικό χρέος.
Οι οφειλές της Γερμανίας είναι κάτι παραπάνω: Είναι ιστορικές και ηθικές, είναι ο μοναδικός τρόπος για να αποδείξει η χώρα του Γκαίτε και του Βάγκνερ πως ξεμπέρδεψε και πραγματικά μετάνιωσε για το βρόμικο παρελθόν της.

Αποτελεί υποχρέωση της Γερμανίας
Σύμφωνα με το μελετητή Τάσο Ηλιαδάκη, οι επανορθωτικές απαιτήσεις της Ελλάδας χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: σε εκείνες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις επανορθώσεις της περιόδου της ελληνικής ουδετερότητας κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή από 1.9.1939 μέχρι 28.10.1940, και σε εκείνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι τελευταίες αναφέρονται στις θετικές ζημιές, στις αποζημιώσεις θυμάτων, αναγκαστικής εργασίας και περιουσιών, στο ελληνογερμανικό κλήριγκ, στα αργυρά και χαλκομεταλλικά κέρματα, στις αποζημιώσεις που κατέβαλε η Ελλάδα σε Γερμανούς υπηκόους, στις οικολογικές και αρχαιολογικές καταστροφές.
Ξεχωριστή μνεία για την υπόθεση του κατοχικού δανείου κάνει ο συγγραφέας στο βιβλίο του «Οι επανορθώσεις και το γερμανικό κατοχικό δάνειο», για το οποίο σημειώνει ότι η Γερμανία πήρε το δάνειο από ένα κράτος που η ίδια τότε χαρακτήριζε ακατάλυτο. Δανείστηκε από την Ελληνική Πολιτεία και νόμιμος διεκδικητής του είναι η ελληνική κυβέρνηση.
«Η ελληνική απαίτηση επιστροφής του κατοχικού δανείου δεν εντάσσεται στους διεθνείς διακανονισμούς των γερμανικών επανορθώσεων. Ουδεμία διάσκεψη ή συνθήκη προέβλεψε κάτι σχετικό με το κατοχικό δάνειο. Είναι θέμα δανειακής συμβατικής υποχρέωσης και πίστης της Γερμανίας. Επιπλέον, η πίστη είναι ενιαία και δεν διακόπτεται από γεγονότα πολέμου», γράφει χαρακτηριστικά.
Antinews – “Ελεύθερος Τύπος”

Τάσος Μ. Ηλιαδάκης*
Α. ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΔΑΝΕΙΟ
Το πρακτικό της κατοχικής δανειακής σύμβασης.


Το Βερολίνο προκειμένου να αντιμετωπίσει τους στρατιωτικούς και στρατηγικούς του στόχους στην ευρύτερη ελληνική περιοχή, Λιβύη-Μ. Ανατολή-Βαλκάνια, είχε υποχρεώσει την Ελλάδα να κεφαλαιοδοτεί και να συντηρεί τα στρατεύματα που στάθμευαν σ’αυτήν και είχαν πεδίο δράσης την ευρύτερη περιοχή της. Αυτά ήταν υπερπολλαπλάσια από εκείνα των στρατευμάτων κατοχής. Επιπλέον η Ελλάδα ανεφοδίαζε με τρόφιμα το μέτωπο της Λιβύης.
Στόχος των στρατευμάτων αυτών ήταν τα πετρέλαια της Λιβύης-Μ. Ανατολής και η ενίσχυση της άμυνας των Βαλκανίων. Από τα τελευταία εξασφάλιζε στην πολεμική του βιομηχανία το 20% του αντιμονίου, το 50% των ορυκτελαίων, το 60% του βωξίτη και το 100% του νικελίου. Την ίδια στιγμή για τους συμμάχους η μοναδική πύλη των Βαλκανίων ήταν και παρέμενε η Ελλάδα.
Λόγω αυτών, η γερμανική απαίτηση για υψηλή κεφαλαιοδότηση από την Ελλάδα ήταν ανελαστική και είχε προκαλέσει τις έντονες αντιδράσεις 1 ακόμα και της κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου2 που απειλούσε με παραίτηση. Παράλληλα ο Μουσολίνι όπως και ο Γερμανός πληρεξούσιος για την Ελλάδα, Γκύντερ Αλτενμπουργκ3 πίεζαν το Βερολίνο να μειώσει τα έξοδα κατοχής για την Ελλάδα.
Το πρόβλημα των μοναδικά υπέρογκων δαπανών κατοχής συνόδευε η “παντός αγαθού” λεηλασία του τόπου,4 φυσικό επακόλουθο της οποίας ήταν ο λιμός. Ο Αλτενμπουργκ από τις πρώτες ημέρες προειδοποιούσε το Βερολίνο για τον επερχόμενο υποσιτισμό5. Παράλληλα ο εκπρόσωπος του Βατικανού, νούτσιος Α. Ρονκάλι, ο μετέπειτα πάπας Ιωάνης ΚΓ’, μετά από έρευνες του, διαπίστωνε τριπλασιασμό των θανάτων σε Αθήνα-Πειραιά λόγω λιμού τον χειμώνα 1941-426 και ο Γκαίμπελς
σημείωνε στο ημερολόγιό του, “…. η πείνα (στην Ελλάδα) έχει καταστεί ενδημική νόσος. Στους δρόμους της Αθήνας οι άνθρωποι πεθαίνουν κατά χιλιάδες από εξάντληση”7 . Το πρόβλημα του λιμού καθιστούσε οξύτερο το Λονδίνο που είχε κηρύξει την Ελλάδα σε επισιτιστική καραντίνα για να εξωθήσει τον ελληνικό πληθυσμό προς την αντίσταση8.
Η πείνα, η ανομία και τα φιλοαγγλικά αισθήματα γίνονταν τόσο απειλητικά που οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να τα αγνοήσουν. Ο υποσιτισμός τους απασχολούσε γιατί υποκινούσε λαϊκές αντιδράσεις και την αντίσταση9.
Έτσι οι Δυνάμεις Κατοχής οδηγήθηκαν σε μια αδήριτη πραγματικότητα δύο ανελαστικών και αντικρουομένων απαιτήσεων. Από τη μια η κεφαλαιοδότηση από την  Ελλάδα τον στρατιωτικών επιχειρήσεων του άξονα στην ευρύτερη περιοχή της και από την άλλη η πείνα που οδηγούσε στην εξέγερση και στην αντίσταση.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος οι Δυνάμεις Κατοχής, τον Οκτώβριο του 1941, θα στείλουν στην Ελλάδα οικονομικούς τεχνοκράτες, δίχως όμως κάποιο αποτέλεσμα10. Στη συνέχεια το πρόβλημα θα απασχολήσει και θα λάβει οξύτατη μορφή στην ιταλογερμανική Δημοσιονομική Συνδιάσκεψη εμπειρογνωμόνων, από Ιανουάριο μέχρι Μάρτιο του 1942 στη Ρώμη. Η γερμανική επιμονή για υψηλή κεφαλαιοδότηση από την Ελλάδα οδηγούσε σε αδιέξοδο τη Διάσκεψη.
Τότε ο Ιταλός τραπεζίτης και οικονομικός πληρεξούσιος της Ιταλίας στην Ελλάδα, Ντ’Αγκοστίνι, θα προτείνει τη λύση του δανείου. Δηλαδή οι πέρα από τις δαπάνες κατοχής αναλήψεις να χρεώνονται από την Ελλάδα ως δάνειο προς την Γερμανία και την Ιταλία.

Β. ΤΟ ΔΑΝΕΙΟ
Η σχετική δανειακή συμφωνία θα υπογραφεί στις 14.3.1942 από τους πληρεξούσιους της Γερμανίας και της Ιταλίας στην Ελλάδα, αντίστοιχα Άλτενμπουργκ και Γκίτζι. Η Ελλάδα δεν είχε προσκληθεί και δεν ήταν παρούσα. Στην Ελλάδα την ανακοίνωσε μετά από εννιά μέρες ο Άλτενμπουργκ με την ρηματική διακοίνωση 160/23.3.1942” και ο Γκίτζι με το σημείωμά του Νο4/6406/461/23.3.1942.
Σύμφωνα μ’αυτήν12 .
• Η ελληνική κυβέρνηση υποχρεούται κατά μήνα να καταβάλλει έξοδα κατοχής 1,5 δισ. δρχ. (άρθρο 2).
• Οι αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος (στο εξής ΤΕ), άνω του ποσού αυτού θα χρεώνονται στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας ως άτοκο, σε δραχμές δάνειο της Ελλάδας προς αυτές (άρθρο 3).
• Η επιστροφή του δανείου θα γινόταν αργότερα (αρθ. 4).
• Η συμφωνία είχε αναδρομική ισχύ από 1.1.1942 (άρθρ. 5).

Η δανειακή σύμβαση αποτελούσε μια συμφωνία μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας που επιβαλλόταν στην Ελλάδα υποχρεωτικά εκτελεστή (αναγκαστική). Οι δανειακές αναλήψεις θα είχαν την μορφή μηνιαίων προκαταβολών, το ύψος και η διάρκεια των οποίων δεν προσδιοριζόταν. Επίσης δεν προσδιοριζόταν πότε θα άρχιζε η εξόφληση του, ενώ προσδιοριζόταν ότι ήταν άτοκο και σε δραχμές.
Με το εμπιστευτικό έγγραφο 409/2.4.1942 ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών έδινε εντολή στην ΤΕ να συμμορφωθεί με τη ρηματική διακοίνωση του Αλτενμπουργκ και να αρχίσει να καταβάλει τις δανειακές προκαταβολές13.
Την αρχική αυτή αναγκαστική σύμβαση ακολούθησαν τρεις τροποποιήσεις με κοινή βούληση των συμβαλλομένων. Αυτές μετατρέπουν την αρχική αναγκαστική σύμβαση σε συμβατική. Δηλαδή το δάνειο παύει να είναι αναγκαστικό και μεταπίπτει σε κοινό συμβατικό δάνειο.
Με την πρώτη τροποποίηση (2.12.1942) ορίζεται ότι τα δανειακά ποσά είναι αναπροσαρμοζόμενα και θα αρχίσουν να επιστρέφονται από τον Απρίλιο του 1943 (άρθρο β, παράγραφοι 2 και 3).
Μάλιστα κατέβαλαν και δύο εξοφλητικές δόσεις του δανείου και στη συνέχεια σταμάτησαν την επιστροφή του, οπότε μεταπίπτει σε έντοκο λόγω υπερημερίας. Δηλαδή το δάνειο είχε μετατραπεί σε σταθερού νομίσματος και έντοκο.
Το ύψος του δανείου κατά την ΤΕ ανέρχεται (δίχως τους τόκους) σε 227.940.201 εκ. δολ. το 194414 και κατά τον Αλτενμπουργκ 400 εκ. μετακατοχικά μάρκα 15 . Με τις αναπροσαρμογές και τους τόκους ανέρχεται σε κάποιες δεκάδες δισ. ευρώ.
Επομένως το κατοχικό δάνειο είναι συμβατικό και όχι αναγκαστικό, σταθερού νομίσματος και από τον Απρίλιο του 1943 έντοκο. Αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας και όχι επανορθωτική. Ως τέτοια δεν εντάσσεται στη συμφωνία του Λονδίνου 1953 που αναστέλει την καταβολή των επανορθώσεων και αποζημιώσεων.

Γ. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ
Η Ελλάδα στη διάσκεψη των επανορθώσεων του 1945, στη διάσκεψη των Παρισίων το 1946 και στη διάσκεψη των υπεξ των τεσσάρων Μ.Δ. το Νοέμβριο του 1947, διαχώρισε το κατοχικό δάνειο από τις επανορθώσεις και ζητούσε την επιστροφή του16 .
Η Ελλάδα ουδέποτε έπαψε να διεκδικεί το κατοχικό δάνειο17 .
• Το 1964 με τον Αγγελόπουλο, ως εκπρόσωπο της ελληνικής κυβέρνησης.
•Το 1965 με τον Α. Παπανδρέου.
• Στις ελληνογερμανικές συνομιλίες στην Αθήνα το 1966.
Τότε η Γερμανία πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι του δανείου είχε παραιτηθεί εγγράφως ο Κ. Καραμανλής. Στη συνέχεια το μετέτρεψε σε προφορική παραίτηση Καραμανλή, πράγμα που διέψευσε ο Κ. Καραμανλής. Τέλος με τη ρηματική της διακοίνωση στις 31.3.1967, η Γερμανία δεχόταν ότι δεν υπήρξε παραίτηση Καραμανλή.
• Το 1974 το ανακίνησε ο Ζολώτας.
• Στις 18.4.1991 το έθεσε ανεπίσημα και προφορικά ο τότε υπεξ Α. Σαμαράς στο Γερμανό ομόλογό του.
• Στις 14.11.1995 το έθεσε η Ελλάδα με ρηματική διακοίνωση.
Η Γερμανία σταθερά το απορρίπτει, με τα επιχειρήματα.
• Το δάνειο εντάσσεται στη συμφωνία του Λονδίνου.
• Από το δάνειο παραιτήθηκε ο Κ. Καραμανλής. Το επανέλαβε και μετά το 1990 παρά τη ρηματική διακοίνωση του Μαρτίου 1967.
• Υστερα από 50 χρόνια δεν μπορεί να εγείρονται τέτοιες απαιτήσεις. (Η Ελλάδα το διεκδικεί από το 1945).
Το μόνο που δηλώνουν αυτά τα επιχειρήματα είναι έλλειψη επιχειρημάτων. Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990 έχει εκλείψει και το τυπικό επιχείρημα που θα μπορούσε να προβληθεί, εκείνο του χωρισμού της Γερμανίας. Επομένως είναι άμεσα διεκδικήσιμο και πολιτικά και συμβατικά (νομικά). Μπορεί να το διεκδικήσει η ελληνική κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή οποιοσδήποτε μέτοχος της (πάνω ενός ορίου μετοχών), όπως και ο ελληνικός λαός μέσω των συντεταγμένων πολιτειακών θεσμών του. Τέλος την ελληνική διεκδίκηση ενισχύει το προηγούμενο της Γιουγκοσλαβίας και της Πολωνίας στις οποίες η ναζιστική Γερμανία είχε επιβάλλει παρόμοια κατοχικά δάνεια και τα οποία μετακατοχικά η τότε Δ. Γερμανία επέστρεψε18 (αντίστοιχα το 1956 και 1971).
Η σημερινή Γερμανία δεν πρέπει να ξεχνά ότι δανείσθηκε από το ελληνικό κράτος κατά παράβαση του άρθρου 49 της σύμβασης της Χάγης του 1909 και το οποίο ισχύει και σήμερα. Δανείσθηκε από ένα κράτος που η ίδια η ναζιστική Γερμανία είχε χαρακτηρίσει ακατάλυτο και ότι οι ναζί όχι μόνο δεν αμφισβήτησαν ουδέποτε το δάνειο αλλά και άρχισαν την αποπληρωμή του, ενώ και ο καγελλάριος Ερχαρντ, το 1964, είχε δεσμευθεί για την επιστροφή του μετά την επανένωση της Γερμανίας.
Η Γερμανία δεν πρέπει να ξεχνά ότι η γερμανική κατοχή είναι υπόλογος για το οικονομικό ελληνικό ολοκαύτωμα της περιόδου 1940-44. Ενδεικτικά και μόνο είναι υπόλογος για το ότι στην Ελλάδα ο πληθωρισμός αυξήθηκε 15,3 εκατομμύρια φορές και ότι μόνο την Ελλάδα υποχρέωσε η τότε Γερμανία να της καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις. Αυτό το ολοκαύτωμα το αναγνώρισαν οι Ιταλοί ναζί: “Η Ελλάδα είναι στημμένη σαν λεμόνι”, έλεγε ο Γκίτζι19. Αποκορύφωμα ο Μουσολίνι, που έλεγε ότι “… οι Γερμανοί άρπαξαν από τους Έλληνες ακόμα και τα κορδόνια των παπουτσιών τους…”20. Αλλά και ο Γερμανός υπ. Οικονομίμας, Φουνκ, τον Ιούνιο του 1943 έγραφε σε άρθρο του ότι, “η Ελλάς δοκίμασε τα δεινά του πολέμου, όπως ίσως καμία αλλη χώρα της Ευρώπης”21.
Για την επανόρθωση η Ελλάδα θα χρειαζόταν 33 φορές το εθνικό εισόδημα του 1946. Αυτό μετακατοχικά η Ελλάδα θα το αναζητούσε στον εξωτερικό δανεισμό.
Από την άλλη πλευρά αυτή που αμφισβητεί και αρνείται την επιστροφή του κατοχικού δανείου είναι η μετά το 1990 ενωμένη και δημοκρατική Γερμανία.
Αυτή όμως η συμπεριφορά, εκτός των άλλων, πλήττει βάναυσα τα μετακατοχικά φιλογερμανικά αισθήματα, όπως τα χαρακτήρισε ο καγκελλάριος Κολ, του ελληνικού λαού και γι’αυτό ακέραια την ευθύνη φέρει η γερμανική κυβέρνηση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. National Archires, Waschington, DC: Τ. 120/2481/Ε259713-715, “Promemoria”, 23.9.1942 και Τ-120/166/81370-5, Altenburg-Berlin, 4.9.42).
2. Σωτ. Γκοτζαμάνης, κατοχικό δάνειο και δαπάναι κατοχής, Θεσ/κη 1954, σ. 5 Γ. Τσολάκογλου, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1950, σ. 210, 212, 215, 218, 219, 234.
Κ. Λογοθετόπουλος, Ιδού η αλήθεια, Αθήνα 1948, σ. 49.
3. National Archives, ο.π.
4. Τ. Ηλιαδάκης, Οι επανορθώσεις και το γερματικό κατοχικό δάνειο, εκδ. Δετοράκη, Αθήνα 1997, σ. 83-101.
5. Ηλιαδάκης, σ. 111
Heinz Richter, Δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα, Εξάντας Αθήνα, 1975 σ. 155, 157.
6. Ηλιαδάκης ο.π.
7. Χ. Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, Παπαζήσης, Αθήνα (χ.χ.), Τ1, σ. 194.
8. W. Medlicott, The economic Blockade, Λονδίνο, 1959, Τ2, σ. 254.
Η. Βενέζης, Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, Εστία, Αθήνα, 1981, σ. 113.
9. Richter, Τ. σ. 155 σημείωση, 255, 257.
10. Γκοτζαμάνης, σ. 2 Τσολάκογλου, σ. 208-210.
11. Αρχεία ΥΠΕΞ, έκθεση Λαμπρούκου, σ. 9-11.
Λογοθετόπουλος, σ. 48, Τσολάκογλου, σ. 211, Γκοτζαμάνης, σ. 3, 23, 24, 31.
Α. Αγγελόπουλος, Οικονομικά Τ.Α., Παπαζήσης, Αθήνα 1974, σ. 142, 167, 179, 190, 191.
12. Τη δανειακή σύμβαση βλέπε• Ηλιαδάκης, σ. 297.
13. Αρχεία ΤΕ, φάκελος κατοχικού δανείου, σημείωμα Ι. Πασσιά και το έγγραφο 409/2.4.1942.
14. Αρχεία ΤΕ, φάκελος κατοχικού δανείου, σημείωμα Ι. Πασσιά, σ. 4.
15. Β. Μαθιόπουλος, “400 εκ. μάρκα μας χρωστά η Βόνη”, Βήμα, 2.6.1991.
16. Ηλιαδάκης, σ. 158, 164, 171.
17. Ηλιαδάκης, σ. 200, 202, 203-205
Αγγελόπουλος, Οικονομικά, Τ. σ. 201-205, 209.
Βήμα 18.10.1966, σ. 7 έκθεση Α. Παπανδρέου και επιστολή Κάιζερ, σ. 9.
Πρακτικά Βουλής 28.5.1991 αγόρευση Α. Παπανδρέου.
18. Ηλιαδάκης, σ. 212-213.
19. Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σ. 93.
20. G. Ciano, tagebucher 1939-1943 Βern 1946, σ. 353.
21. Γερμανοελληνικά Οικονομικά Νέα, Τι/Ιούνιος 1943, σ. 2.

* Ο Τάσος Μ. Ηλιαδάκης είναι Μαθηματικός, Πολιτειολόγος, Δρ. Κοινωνιολογίας, καθηγητής Σχολής Εθνικής Ασφάλειας.
Μέλος της Ελληνικής Επιτροπής στη διεθνή Συνδιάσκεψη για το χρυσό των Ναζί στο Λονδίνο το 1997, εισηγητής στην ελληνογερμανική διάσκεψη Δελφών το 1996 και στην Πανελλήνια Συνδιάσκεψη Αλεξανδρούπολης το 2005 για το Δημόσιο Χρέος.
Πηγή: Βήμα Σαρωνικού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου