Είναι πολύ
όμορφο και ρομαντικό να ονειρεύεται κανείς ότι στην εσχατιά του ελληνισμού,
κάποιοι πατριώτες πολιτικοί είπαν «όχι» στον πρόσωπο του νέου κατακτητή. Ωραίο
θα ήταν, μόνο αν ήταν αληθινό. Και δεν είναι. Το «όχι» της Κυπριακής Βουλής
αφορά μόνο στο «κούρεμα» των καταθέσεων και όχι την υποταγή της Κύπρου στην
αποικιοκρατική κηδεμονία της τρόικας και των Ευρωπαίων (βλέπε κυρίως Γερμανών).
Πρόκειται για ένα «όχι» εντελώς προσχηματικό μιας και δεν πρόκειται να σώσει
ούτε καν τις καταθέσεις. Κυρίως τις λαϊκές αποταμιεύσεις των νοικοκυρών της
Κύπρου.
Καταρχάς
για να το ξεκαθαρίσουμε, το όλο παιχνίδι που παίζεται είναι στημένο και από τις
δυο πλευρές. Τόσο από την σκοπιά της Ευρωζώνης, όσο και από τη σκοπιά των
Κυπρίων κυβερνητών. Το πρόβλημα της Κύπρου προέκυψε όχι λόγω μεγάλης κρίσης
στην οικονομία της Κύπρου. Η οικονομία της Κύπρου δεν είναι από τις χειρότερες
περιπτώσεις, ούτε ήταν στο χείλος της χρεωκοπίας. Το πρόβλημα της Κύπρου
προέκυψε από τις τράπεζές της. Πρωτίστως από την Τράπεζα της Κύπρου και την
Λαϊκή, πρώην Μαρφίν. Πώς γίνεται να καταρρεύσουν δυο τραπεζικοί κολοσσοί όταν
οι καταθέσεις, η καταθετική βάση που δηλώνουν είναι σχεδόν 2 φορές του ΑΕΠ της
Κύπρου; Μόνο στην περίπτωση που οι τραπεζίτες κατασπατάλησαν τα χρήματα των
καταθέσεων σε μαύρα δάνεια και χορηγήσεις, σε επενδύσεις κερδοσκοπίας και
ευκαιρίας και σε λεηλασία γενικά. Αυτό ακριβώς συνέβη με τις Κυπριακές
τράπεζες. Οι τραπεζίτες, ή μεγαλοκαρχαρίες που το έπαιζαν εθνικοί επενδυτές και
μεγαλοπαράγοντες της οικονομίας λεηλάτησαν κυριολεκτικά διαμέσου των τραπεζών
τους το χρήμα που υπήρχε σ’ αυτές – κυρίως σε καταθέσεις – μαζί με τα πολιτικά
κόμματα και τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου. Σήμερα οι καταθέσεις αυτών των
τραπεζών υπάρχουν μόνο σε κομματικά ταμεία, λογαριασμούς παράκτιων εταιρειών
ανά τον κόσμο, σε ομόλογα και παράγωγα του εξωτερικού και σε άλλες σκιώδεις
τραπεζικές επενδύσεις κρυμμένες στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.